- σπογγιστικός
- σπογγ-ιστικός, ή, όν,A of or for sponging: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Sph. 227a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπογγιστικός — ή, όν, Α [σπογγίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καθάρισμα με σπόγγο, στο σφούγγισμα … Dictionary of Greek
σπογγιστικῆς — σπογγιστικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)